Greek-Dutch translations for ανασφάλεια

  • kwestbaarheid
  • kwetsbaarheid
  • onveiligheid
    Die zouden alleen maar leiden tot nog meer onveiligheid in plaats van meer veiligheid. Θα δημιουργήσουν περαιτέρω ανασφάλεια, όχι περισσότερη ασφάλεια. Racisme en racistische maatregelen zijn daarom een bron van onveiligheid. Ο ρατσισμός και η κυριαρχία του φυλετισμού είναι συνεπώς πηγές ανασφάλειας. Vooral de drugshandel leidt tot onveiligheid en kleine criminaliteit. Η διακίνηση ναρκωτικών ειδικά αυξάνει την ανασφάλεια και την καθημερινή εγκληματικότητα.
  • onzekerheid

Trending Searches

Popular Dictionaries

DictionaryPro.net

DictionaryPro.net is a free online dictionary with more than 14 million translations.

Terms of Use   Privacy Policy   Cookies   Contact Us

Auf DeutschEn españolPå svenskaSuomeksiEestikeelne

Mindmax

Content is based on Wiktionary articles.
Text is available under Creative Commons Attribution-ShareAlike license.
© 2004-2024 DictionaryPro.net