Danish-Greek translations for råolie
- αργό πετρέλαιοΜετά το αργό πετρέλαιο, είναι η δεύτερη σε μέγεθος πηγή εισοδήματος από τις εξαγωγές. Det er den næststørste eksportindtægt efter råolie.
- ορυκτέλαιο
- πετρέλαιοΜετά το αργό πετρέλαιο, είναι η δεύτερη σε μέγεθος πηγή εισοδήματος από τις εξαγωγές. Det er den næststørste eksportindtægt efter råolie.
Trending Searches
Popular Dictionaries