Swedish-Greek translations for irritation
- εκνευρισμός
- ενόχλησηΥπάρχει μεγάλη ενόχληση για το γεγονός ότι η διαδικασία διαβούλευσης έχει καθυστερήσει εξαιρετικά. Det finns en hel del irritation över att det tagit så lång tid att inleda ett samråd.
Trending Searches
Popular Dictionaries